εισαγωγή

εισαγωγή
η
1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή.
2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων.
3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του εξωτερικού.
4. ο πρόλογος σε λόγο, σε βιβλίο ή σε θεατρικό έργο, με τον οποίο ο αναγνώστης ή ο θεατής εισάγεται στο κύριο θέμα, τα προλεγόμενα, το προοίμιο.
5. προπαίδευση, μύηση: Βιβλίο με θέμα «Εισαγωγή στη φιλοσοφία».
6. (νομ.), η παρουσίαση υπόθεσης στο δικαστήριο για εκδίκαση.
7. (μουσ.), προοίμιο δραματικής μουσικής σύνθεσης, που περιέχει τα κυριότερα μοτίβα της όλης μουσικής σύνθεσης, προανάκρουσμα, πρελούντιο, ουβερτούρα.
8. ο πρώτος χρόνος του κύκλου των τεσσάρων χρόνων στους κινητήρες έκρηξης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰσαγωγή — bringing in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… …   Dictionary of Greek

  • εἰσαγωγῇ — εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγῆι , εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγῆ — εἰσαγωγεύς introducer masc nom/voc/acc dual εἰσαγωγεύς introducer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγῆι — εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγχυση — Εισαγωγή υγρών, φαρμάκων, θρεπτικών ή άλλων ουσιών κατευθείαν σε αιμοφόρο αγγείο ή σε κοιλότητα του σώματος. * * * η (AM ἔγχυσις) 1. το να εγχέει, να ενσταλάζει κανείς υγρό σε ορισμένο αγγείο ή φάρμακο σε σημείο τού σώματος 2. η ίδια ουσία που… …   Dictionary of Greek

  • νεφροστομία — Εισαγωγή ενός μικρού σωλήνα στα νεφρά για την αποχέτευση των ούρων στην επιφάνεια της κοιλιάς, παρακάμπτοντας τους ουρητήρες. Η διαδικασία γίνεται καμιά φορά για να επιτραπεί η επούλωση του ουρητήρα μετά από εγχείρηση. * * * η ιατρ. χειρουργική… …   Dictionary of Greek

  • συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ …   Dictionary of Greek

  • εἰσαγωγαῖς — εἰσαγωγή bringing in fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγαί — εἰσαγωγή bringing in fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”