- εισαγωγή
- η1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή.2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων.3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του εξωτερικού.4. ο πρόλογος σε λόγο, σε βιβλίο ή σε θεατρικό έργο, με τον οποίο ο αναγνώστης ή ο θεατής εισάγεται στο κύριο θέμα, τα προλεγόμενα, το προοίμιο.5. προπαίδευση, μύηση: Βιβλίο με θέμα «Εισαγωγή στη φιλοσοφία».6. (νομ.), η παρουσίαση υπόθεσης στο δικαστήριο για εκδίκαση.7. (μουσ.), προοίμιο δραματικής μουσικής σύνθεσης, που περιέχει τα κυριότερα μοτίβα της όλης μουσικής σύνθεσης, προανάκρουσμα, πρελούντιο, ουβερτούρα.8. ο πρώτος χρόνος του κύκλου των τεσσάρων χρόνων στους κινητήρες έκρηξης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.